- περιπολίζω
- Α1. περιέρχομαι χώρα ή πόλεις, περιπλανώμαι2. εγκαθίσταμαι σε μια πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πολίζω (< πόλις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπολιζόντων — περιπολίζω wander about pres part act masc/neut gen pl περιπολίζω wander about pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπολίζοντες — περιπολίζω wander about pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπολίζουσα — περιπολίζω wander about pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπολιστικός — ή, όν, Α [περιπολίζω]·1. αυτός που έχει τη διάθεση να περιπλανάται, περιπλανής 2. φρ. «σύνοδος περιπολιστική» θίασος μουσικών ή υποκριτών που μεταβαίνουν από τόπο σε τόπο, περιοδεύων θίασος … Dictionary of Greek